αρμαθιάζω — αρμαθιάζω, αρμάθιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρμαθιάζω — [αρμαθιά] κάνω αρμαθιές … Dictionary of Greek
αρμάθιασμα — το [αρμαθιάζω] το να κάνει κανείς αρμαθιές … Dictionary of Greek
αρμαθιαστός — ή, ό [αρμαθιάζω] ο αρμαθιασμένος … Dictionary of Greek
βελονιάζω — 1. περνώ την κλωστή στην τρύπα της βελόνας 2. ράβω αραιά και πρόχειρα, τρυπώνω 3. περνάω με τη βελόνα κλωστή σε φύλλα, αρμαθιάζω («βελονιάζω καπνό», «...φύλλα» κ.λπ.) 4. φρ. «βελονιάζει την τρίχα» είναι πολύ επιδέξιος στην εξαπάτηση των άλλων 5.… … Dictionary of Greek
βουρλίζω — και βρουλίζω Ι. 1. περνώ στο βούρλο, αρμαθιάζω 2. κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο, ερεθίζω, τρελαίνω II. βουρλίζομαι 1. τρελαίνομαι ή συμπεριφέρομαι σαν τρελός 2. εξαγριώνομαι 3. κυριεύομαι από κάποιον ακράτητη επιθυμία III. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
ορμαθίζω — (ΑΜ ὁρμαθίζω) [ορμαθός] περνώ ομοειδή αντικείμενα σε αρμαθό, αρμαθιάζω … Dictionary of Greek
βουρλιάζω — ιασα, ιάστηκα, βουρλιασμένος, περνώ σε βούρλο ή κλωστή πολλά όμοια πράγματα, αρμαθιάζω: Σε πολλά ελληνικά χωριά το καλοκαίρι βουρλιάζουν καπνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)